Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πόδια, τά


Ερμηνεία:

[το πόδι] [τα κάτω άκρα του ανθρωπίνου σώματος]



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) ο πους, του ποδός, οι πόδες , Καινή Διαθήκη 93 φορές < πόδιον (υποκοριστικό του πους)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 ... Δν στεκε πλέον ες τὰ πόδια του, δν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον. [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: